- συνδαίνυμι
- Α1. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο2. μέσ. συνδαίνυμαι Νγιορτάζω ή και ξεφαντώνω μαζί με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δαίνυμι «προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδαινύμενος — συνδαίνυμι entertain together pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδαίνυτο — συνδαίνυμι entertain together imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδαίσας — συνδαίσᾱς , συνδαίνυμι entertain together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνδαίσᾱς , συνδαίζω kill with the rest aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνδαΐσᾱς , συνδαίζω kill with the rest aor part act masc nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)